ἐναβρυνομένη

ἐναβρυνομένη
ἐναβρῡνομένη , ἐναβρύνομαι
pride oneself on
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐναβρῡνομένη , ἐναβρύνομαι
pride oneself on
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”